του Γιάννη Αθανασιάδη
Εξηνταδύο χρονών με τέσσερα παιδιά εργάτρια στα σκουπίδια.
Κάθε πρωί η ίδια αγωνία το ίδιο άγχος η ίδια ανασφάλεια, πώς θα κρατήσω την δουλειά μου!
Τέσσερα παιδιά και το ένα ΑΜΕΑ!
Πώς θα ταΐσω τα παιδιά μου; Πώς θα επιβιώσω ανάμεσα στο θανατικό που σπέρνει ο ευρωμνημονιακός μονόδρομος;
Αγώνας να αντιμετωπίσω την βαρβαρότητα του κράτους.
Χτυποκάρδια για την επόμενη μέρα!
Οι νόμοι για μας τους εργαζόμενους αλλάζουν από μέρα σε μέρα, να φοβάμαι ότι θα με πετάξουν σαν το σκυλί!
Δουλειά ρε παιδιά, δουλειά θέλω, να τσοντάρω, να τη βγάλω κι αυτό το μήνα.
Εξήντα χρόνια ζωής και να τρέμω πώς θα ζήσω αύριο.
Τα κουράγια στερεύουν. Η ψυχή μου έχει στεγνώσει δεν καταλαβαίνω από πολιτικές σκοπιμότητες... θέλω να επιβιώσω παιδιά μου... εξήντα χρονών μάνα και δουλεύω στην σκουπιδιάρα... τι άλλο να κάνω... να λέω και δόξα τω θεώ!…Τι άλλο να πω; Σάμπως μ’ ακούει και κανείς;
Ο φόβος μεγαλώνει!
Απολύουν τους συμβασιούχους!
Ήρθαν οι συμβασιούχοι και μου είπαν συναδέλφισσα, απεργία! Ενωμένοι θα τους αναγκάσουμε να πάρουν πίσω την καταδίκη μας.
Εντάξει άμα είναι για το ψωμί σας όλοι μαζί να κάνουμε κάτι. Έτσι κι αλλιώς σήμερα εσείς αύριο εμείς.
Όμως δεν ήταν όπως μου τα ’λεγαν ενωμένοι. Και έληξε η απεργία.
Οι γείτονες με κατηγορούσαν ότι είμαι εκβιάστρια γιατί δεν τους μαζεύω τα σκουπίδια.
Θεέ μου τι ντροπή! Τι να τους πω εγώ; Δεν είμαι πολιτικάντησα, δεν τα λέω καλά, αλλά ξέρω ότι εμένα με εκβιάζουν από όλες τις μεριές: «γειτόνοι, δημαρχέοι, κυβέρνηση, αντιπολίτευση, ΔΕΗ, εφορία και χίλιοι άλλοι διαβόλοι»
Και τώρα πρέπει σε δυο μερόνυχτα να τα μαζέψουμε!
Έχω λιώσει από την ζέστη και την διπλοβάρδια ανάμεσα στα σκουπίδια.
Πονά όλο το κορμί μου, αλλά δεν γίνεται αλλιώς.
Πρέπει να τους δείξω ότι δεν είμαι «άχρηστη»!
Οι ανάγκες είναι μεγάλες και οι νέες αντιλήψεις για τους εργαζόμενους, απειλούν για απολύσεις! Κι εγώ; Τι θα γίνω; Τα παιδιά μου; Τα χρέη μου;
Θα βουλιάξω στην απόγνωση της εξαθλίωσης και της καταστροφής.
Πρέπει να 'χω να πληρώσω φαΐ, ρεύμα, νερό, τηλέφωνο, εφορία!
Πρέπει να δείξω και στους γείτονες, ότι τους νοιάζομαι και δεν φταίω που έμειναν αμάζευτα τα σκουπίδια τους.
Ναι μπορώ και διπλοβάρδια και τριπλοβάρδια!
Καβάλα στο σκαλί της σκουπιδιάρας!
Βλέπεις αυτό το παιδαρέλι, ο πρωθυπουργός , αντί να μου πει «Μάνα αρκετά σε βασανίσαμε. Πάρε την σύνταξή σου και ξεκουράσου. Συγγνώμη που δεν σε σκεφτήκαμε και δεν στην δώσαμε όταν έπρεπε». Να λυγίσω στο κλάμα! Να φιλήσω τα πόδια του, του παλικαριού. Να ανακουφιστεί η ψυχούλα μου που αλάφρωσαν λιγάκι τον σταυρό μου,
Επιτρέπει να υπάρχει μάνα εξηνταδύο χρονών, να δουλεύει με σαρανταπέντε βαθμούς ζέστη.
Ε, ναι λοιπόν!
Εγώ μια μάνα εξηνταδύο χρονών, θα μαζέψω τα σκουπίδια σας! Θα μαζέψω τα σκουπίδια της αθλιότητας σας, τα σκουπίδια του πολιτισμού σας, τα σκουπίδια της κοινωνίας σας.
Και εδώ μπροστά στο σύμβολο της ύπαρξής σας! Στον τύμβο των σκουπιδιών σας, θα αφήσω την τελευταία μου πνοή, παρακαταθήκη στα παιδιά μου, παρακαταθήκη στα παιδιά αυτού του λαού, που έχει χάσει την αξιοπρέπεια του, το φιλότιμο, την ανθρωπιά, τον σεβασμό στον άνθρωπο, τον σεβασμό στην Μάνα.
Παρακαταθήκη και σε εσένα θρασύτατε πρωθυπουργίσκε που δεν σεβάστηκες, ούτε τη μάνα σου.
*Η αφήγηση είναι συμβολική και τα πρόσωπα, φανταστικά.
Εξηνταδύο χρονών με τέσσερα παιδιά εργάτρια στα σκουπίδια.
Κάθε πρωί η ίδια αγωνία το ίδιο άγχος η ίδια ανασφάλεια, πώς θα κρατήσω την δουλειά μου!
Τέσσερα παιδιά και το ένα ΑΜΕΑ!
Πώς θα ταΐσω τα παιδιά μου; Πώς θα επιβιώσω ανάμεσα στο θανατικό που σπέρνει ο ευρωμνημονιακός μονόδρομος;
Αγώνας να αντιμετωπίσω την βαρβαρότητα του κράτους.
Χτυποκάρδια για την επόμενη μέρα!
Οι νόμοι για μας τους εργαζόμενους αλλάζουν από μέρα σε μέρα, να φοβάμαι ότι θα με πετάξουν σαν το σκυλί!
Δουλειά ρε παιδιά, δουλειά θέλω, να τσοντάρω, να τη βγάλω κι αυτό το μήνα.
Εξήντα χρόνια ζωής και να τρέμω πώς θα ζήσω αύριο.
Τα κουράγια στερεύουν. Η ψυχή μου έχει στεγνώσει δεν καταλαβαίνω από πολιτικές σκοπιμότητες... θέλω να επιβιώσω παιδιά μου... εξήντα χρονών μάνα και δουλεύω στην σκουπιδιάρα... τι άλλο να κάνω... να λέω και δόξα τω θεώ!…Τι άλλο να πω; Σάμπως μ’ ακούει και κανείς;
Ο φόβος μεγαλώνει!
Απολύουν τους συμβασιούχους!
Ήρθαν οι συμβασιούχοι και μου είπαν συναδέλφισσα, απεργία! Ενωμένοι θα τους αναγκάσουμε να πάρουν πίσω την καταδίκη μας.
Εντάξει άμα είναι για το ψωμί σας όλοι μαζί να κάνουμε κάτι. Έτσι κι αλλιώς σήμερα εσείς αύριο εμείς.
Όμως δεν ήταν όπως μου τα ’λεγαν ενωμένοι. Και έληξε η απεργία.
Οι γείτονες με κατηγορούσαν ότι είμαι εκβιάστρια γιατί δεν τους μαζεύω τα σκουπίδια.
Θεέ μου τι ντροπή! Τι να τους πω εγώ; Δεν είμαι πολιτικάντησα, δεν τα λέω καλά, αλλά ξέρω ότι εμένα με εκβιάζουν από όλες τις μεριές: «γειτόνοι, δημαρχέοι, κυβέρνηση, αντιπολίτευση, ΔΕΗ, εφορία και χίλιοι άλλοι διαβόλοι»
Και τώρα πρέπει σε δυο μερόνυχτα να τα μαζέψουμε!
Έχω λιώσει από την ζέστη και την διπλοβάρδια ανάμεσα στα σκουπίδια.
Πονά όλο το κορμί μου, αλλά δεν γίνεται αλλιώς.
Πρέπει να τους δείξω ότι δεν είμαι «άχρηστη»!
Οι ανάγκες είναι μεγάλες και οι νέες αντιλήψεις για τους εργαζόμενους, απειλούν για απολύσεις! Κι εγώ; Τι θα γίνω; Τα παιδιά μου; Τα χρέη μου;
Θα βουλιάξω στην απόγνωση της εξαθλίωσης και της καταστροφής.
Πρέπει να 'χω να πληρώσω φαΐ, ρεύμα, νερό, τηλέφωνο, εφορία!
Πρέπει να δείξω και στους γείτονες, ότι τους νοιάζομαι και δεν φταίω που έμειναν αμάζευτα τα σκουπίδια τους.
Ναι μπορώ και διπλοβάρδια και τριπλοβάρδια!
Καβάλα στο σκαλί της σκουπιδιάρας!
Βλέπεις αυτό το παιδαρέλι, ο πρωθυπουργός , αντί να μου πει «Μάνα αρκετά σε βασανίσαμε. Πάρε την σύνταξή σου και ξεκουράσου. Συγγνώμη που δεν σε σκεφτήκαμε και δεν στην δώσαμε όταν έπρεπε». Να λυγίσω στο κλάμα! Να φιλήσω τα πόδια του, του παλικαριού. Να ανακουφιστεί η ψυχούλα μου που αλάφρωσαν λιγάκι τον σταυρό μου,
Επιτρέπει να υπάρχει μάνα εξηνταδύο χρονών, να δουλεύει με σαρανταπέντε βαθμούς ζέστη.
Ε, ναι λοιπόν!
Εγώ μια μάνα εξηνταδύο χρονών, θα μαζέψω τα σκουπίδια σας! Θα μαζέψω τα σκουπίδια της αθλιότητας σας, τα σκουπίδια του πολιτισμού σας, τα σκουπίδια της κοινωνίας σας.
Και εδώ μπροστά στο σύμβολο της ύπαρξής σας! Στον τύμβο των σκουπιδιών σας, θα αφήσω την τελευταία μου πνοή, παρακαταθήκη στα παιδιά μου, παρακαταθήκη στα παιδιά αυτού του λαού, που έχει χάσει την αξιοπρέπεια του, το φιλότιμο, την ανθρωπιά, τον σεβασμό στον άνθρωπο, τον σεβασμό στην Μάνα.
Παρακαταθήκη και σε εσένα θρασύτατε πρωθυπουργίσκε που δεν σεβάστηκες, ούτε τη μάνα σου.
*Η αφήγηση είναι συμβολική και τα πρόσωπα, φανταστικά.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε 02/07/17 στον ιστοχώρο Δρόμος Ανοιχτός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου