του Γιάννη Αθανασιάδη
Σε μια πλατεία κάπως απόμερη και αρκετά παραμελημένη από τον δήμο, ανάμεσα στις φουντωμένες αγγελικές και τα λιγούστρα ήταν η φωλίτσα του Μάνου.
Ένα ξεβαμμένο παγκάκι που είχε χαραγμένη μια καρδούλα από κάποιον ερωτικά απογοητευμένο "γλύπτη", γιατί κάτω από αυτήν ήταν χαραγμένη η φράση,"Σούλα είσαι μεγάλη καριόλα".
Σαρανταοχτώ χρόνων ο Μάνος ήταν αυτό που λέμε χωρίς ντροπή, "νεοάστεγος".
Όταν έκλεισε η βιοτεχνία κουφωμάτων που δούλευε, έκανε έναν υπεράνθρωπο αγώνα για να αντεπεξέλθει στο στεγαστικό, αλλά και στην ενδοοικογενειακή αναταραχή που επικράτησε.
Ο Μάνος ήταν πάντα ο πάτερ φαμίλιας.
Ο κουβαλητής.
Ο Άντρας του σπιτιού.
Η επιθυμία του ήταν διαταγή!
Στην αρχή ήταν αισιόδοξος.
Ειδικευμένος στα αλουμίνια, πιστός στη δουλειά και το αφεντικό του, χωρίς απεργίες και πολιτικά, κοιτούσε να έχει πάντα ευχαριστημένο το αφεντικό.
Και το αφεντικό τον εκτιμούσε.
Όταν στις αρχές του 2011 πέσαν οι δουλειές ο Μάνος πρώτος πήγε στο γραφείο του κυρ Νίκου να ζητήσει μείωση του μισθού του.
Ήταν βλέπεις έξυπνος ο Μάνος. Μόλις ακούστηκε κάτι για μείωση του προσωπικού από το Μαράκι που δούλευε στο λογιστήριο, έτρεξε να δηλώσει την στήριξη του στο αφεντικό ζητώντας μείωση μισθού.
Έτσι τα δυόμιση χιλιάρικα γίνανε μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια χίλια εκατό.
Όμως η δόση συνέχιζε στα οκτακόσια πενήντα έξι ευρώ το μήνα και άρχισαν τα στριμώγματα και οι καυγάδες στο σπίτι.
Μετά ήρθε η ντροπή!
Ο κυρ Νίκος τον είχε βάλει να υπογράψει οικειοθελή παραίτηση και να δουλεύει προσωρινά, (όπως του έλεγε) στα μαύρα, ενώ θα έπαιρνε και το πεντακοσάρικο από τον ΟΑΕΔ αλλιώς δεν μπορούσε να τον κρατήσει.
Ο Μάνος το δέχτηκε δεν είχε και πολλές επιλογές. (Έτσι πίστευε τουλάχιστον).
Όταν μετά από λίγους μήνες έκλεισε η επιχείρηση ο κυρ Νίκος του έχωσε με ένα θεατρικό τρόπο, τάχα μου να μην τους δούνε οι άλλοι, τρία κατοστάρικα στην τσέπη της φόρμας για αποζημίωση, αν και όπως είπε, δεν την δικαιούνταν.
Τον χτύπησε στην πλάτη και του είπε με βαθυστόχαστο ύφος.
"Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ. Ήσουν το δεξί μου χέρι"!
Οι μήνες περνούσαν και τα χρέη μεγάλωναν. Μετά από κάθε αποτυχημένη προσπάθεια για δουλειά, ο Μάνος γύριζε κακόκεφος στο σπίτι.
Ώσπου ήρθε η μέρα του πλειστηριασμού!
Εκείνη η μέρα, ήταν και η τελευταία φορά που τσακώθηκε με την Δήμητρα την γυναίκα του.
Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που την χαστούκισε. Βλέπεις, αυτή αντέδρασε και τον ανάγκασε να την κοπανίσει στο ντουβάρι δίπλα από το ψυγείο.
Όταν πήγε, πιο πολύ από αρρωστημένη περιέργεια, στον πλειστηριασμό του σπιτιού του, η γυναίκα του είχε ήδη πάρει τα παιδιά και πήγε στο χωριό με τους γονείς της. Δεν του άφησε ούτε σημείωμα, ούτε και την ξαναείδε...
Εκεί στο ειρηνοδικείο, κάτι περίεργοι τύποι, σαν αυτούς τους σαματατζίδες που παλιότερα περνούσαν από την δουλειά και τους έδιωχναν κακήν κακώς, φώναζαν κατά των πλειστηριασμών.
"Τι μαλάκες" σκέφτηκε ο Μάνος.
"Αφού τα χρωστάω και δεν έχω να τα πληρώσω, τι θέλουν να γίνει; Κουμμούνια! Μια ζωή μπαταχτσίδες"
Έφτυσε χάμω και έκανε μεταβολή πετώντας το φυλλάδιο που του δώσανε, χωρίς να το κοιτάξει.
Όταν τον έδιωξαν από το σπίτι, είχε ήδη προσπαθήσει χωρίς επιτυχία να πιάσει δουλειά και να βρει "προσωρινή" στέγη. Παρακάλεσε "φίλους", που παλιά απόφευγε να τους πει καλημέρα, θυμήθηκε κάτι μακρινές ξαδέρφες του που με το ζόρι τον αναγνώρισαν, αλλά τελικά, ούτε δουλειά ούτε στέγη κατάφερε να βρει.
Στην αρχή βολόδερνε, σε κάτι καφετέριες και κάτι ξενυχτάδικα.
Αλλά δεν είχε πλέον ούτε "μία" στην τσέπη του.
Τελικά γνώρισε μια μπεκρού γριά άστεγη, που στην αρχή του έδειξε όλα τα κόλπα της επιβίωσης, σλίπινκ μπαγκ, συσσίτια της εκκλησίας, κοινόχρηστες τουαλέτες, συλλογή "χρήσιμων σκευών" από τα σκουπίδια, τροφή από τα απορρίμματα των σούπερ μάρκετ, ζήτα για ποτό, κλπ.
Όλα πλέον έγιναν μια καθημερινή ρουτίνα. Μέχρι που πέθανε η "κωλόγρια" και κληρονόμησε το παγκάκι της και τον αλκοολισμό της.
Όταν αργότερα τον είχε πλησιάσει ένα τηλεοπτικό συνεργείο και τον ρώτησε πως περνάει εκείνος απάντησε με περηφάνια
"Δόξα τω θεώ! Δεν έχω παράπονο. Έχω την φωλίτσα μου (το παγκάκι), έχω το φαγητό μου (το συσσίτιο), ρούχα μου δίνουν από την εκκλησία... Ε, τι παράπονο να 'χω"!
...
* Η ιστορία είναι εντελώς φανταστική... Μάλλον.
Σε μια πλατεία κάπως απόμερη και αρκετά παραμελημένη από τον δήμο, ανάμεσα στις φουντωμένες αγγελικές και τα λιγούστρα ήταν η φωλίτσα του Μάνου.
Ένα ξεβαμμένο παγκάκι που είχε χαραγμένη μια καρδούλα από κάποιον ερωτικά απογοητευμένο "γλύπτη", γιατί κάτω από αυτήν ήταν χαραγμένη η φράση,"Σούλα είσαι μεγάλη καριόλα".
Σαρανταοχτώ χρόνων ο Μάνος ήταν αυτό που λέμε χωρίς ντροπή, "νεοάστεγος".
Όταν έκλεισε η βιοτεχνία κουφωμάτων που δούλευε, έκανε έναν υπεράνθρωπο αγώνα για να αντεπεξέλθει στο στεγαστικό, αλλά και στην ενδοοικογενειακή αναταραχή που επικράτησε.
Ο Μάνος ήταν πάντα ο πάτερ φαμίλιας.
Ο κουβαλητής.
Ο Άντρας του σπιτιού.
Η επιθυμία του ήταν διαταγή!
Στην αρχή ήταν αισιόδοξος.
Ειδικευμένος στα αλουμίνια, πιστός στη δουλειά και το αφεντικό του, χωρίς απεργίες και πολιτικά, κοιτούσε να έχει πάντα ευχαριστημένο το αφεντικό.
Και το αφεντικό τον εκτιμούσε.
Όταν στις αρχές του 2011 πέσαν οι δουλειές ο Μάνος πρώτος πήγε στο γραφείο του κυρ Νίκου να ζητήσει μείωση του μισθού του.
Ήταν βλέπεις έξυπνος ο Μάνος. Μόλις ακούστηκε κάτι για μείωση του προσωπικού από το Μαράκι που δούλευε στο λογιστήριο, έτρεξε να δηλώσει την στήριξη του στο αφεντικό ζητώντας μείωση μισθού.
Έτσι τα δυόμιση χιλιάρικα γίνανε μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια χίλια εκατό.
Όμως η δόση συνέχιζε στα οκτακόσια πενήντα έξι ευρώ το μήνα και άρχισαν τα στριμώγματα και οι καυγάδες στο σπίτι.
Μετά ήρθε η ντροπή!
Ο κυρ Νίκος τον είχε βάλει να υπογράψει οικειοθελή παραίτηση και να δουλεύει προσωρινά, (όπως του έλεγε) στα μαύρα, ενώ θα έπαιρνε και το πεντακοσάρικο από τον ΟΑΕΔ αλλιώς δεν μπορούσε να τον κρατήσει.
Ο Μάνος το δέχτηκε δεν είχε και πολλές επιλογές. (Έτσι πίστευε τουλάχιστον).
Όταν μετά από λίγους μήνες έκλεισε η επιχείρηση ο κυρ Νίκος του έχωσε με ένα θεατρικό τρόπο, τάχα μου να μην τους δούνε οι άλλοι, τρία κατοστάρικα στην τσέπη της φόρμας για αποζημίωση, αν και όπως είπε, δεν την δικαιούνταν.
Τον χτύπησε στην πλάτη και του είπε με βαθυστόχαστο ύφος.
"Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ. Ήσουν το δεξί μου χέρι"!
Οι μήνες περνούσαν και τα χρέη μεγάλωναν. Μετά από κάθε αποτυχημένη προσπάθεια για δουλειά, ο Μάνος γύριζε κακόκεφος στο σπίτι.
Ώσπου ήρθε η μέρα του πλειστηριασμού!
Εκείνη η μέρα, ήταν και η τελευταία φορά που τσακώθηκε με την Δήμητρα την γυναίκα του.
Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που την χαστούκισε. Βλέπεις, αυτή αντέδρασε και τον ανάγκασε να την κοπανίσει στο ντουβάρι δίπλα από το ψυγείο.
Όταν πήγε, πιο πολύ από αρρωστημένη περιέργεια, στον πλειστηριασμό του σπιτιού του, η γυναίκα του είχε ήδη πάρει τα παιδιά και πήγε στο χωριό με τους γονείς της. Δεν του άφησε ούτε σημείωμα, ούτε και την ξαναείδε...
Εκεί στο ειρηνοδικείο, κάτι περίεργοι τύποι, σαν αυτούς τους σαματατζίδες που παλιότερα περνούσαν από την δουλειά και τους έδιωχναν κακήν κακώς, φώναζαν κατά των πλειστηριασμών.
"Τι μαλάκες" σκέφτηκε ο Μάνος.
"Αφού τα χρωστάω και δεν έχω να τα πληρώσω, τι θέλουν να γίνει; Κουμμούνια! Μια ζωή μπαταχτσίδες"
Έφτυσε χάμω και έκανε μεταβολή πετώντας το φυλλάδιο που του δώσανε, χωρίς να το κοιτάξει.
Όταν τον έδιωξαν από το σπίτι, είχε ήδη προσπαθήσει χωρίς επιτυχία να πιάσει δουλειά και να βρει "προσωρινή" στέγη. Παρακάλεσε "φίλους", που παλιά απόφευγε να τους πει καλημέρα, θυμήθηκε κάτι μακρινές ξαδέρφες του που με το ζόρι τον αναγνώρισαν, αλλά τελικά, ούτε δουλειά ούτε στέγη κατάφερε να βρει.
Στην αρχή βολόδερνε, σε κάτι καφετέριες και κάτι ξενυχτάδικα.
Αλλά δεν είχε πλέον ούτε "μία" στην τσέπη του.
Τελικά γνώρισε μια μπεκρού γριά άστεγη, που στην αρχή του έδειξε όλα τα κόλπα της επιβίωσης, σλίπινκ μπαγκ, συσσίτια της εκκλησίας, κοινόχρηστες τουαλέτες, συλλογή "χρήσιμων σκευών" από τα σκουπίδια, τροφή από τα απορρίμματα των σούπερ μάρκετ, ζήτα για ποτό, κλπ.
Όλα πλέον έγιναν μια καθημερινή ρουτίνα. Μέχρι που πέθανε η "κωλόγρια" και κληρονόμησε το παγκάκι της και τον αλκοολισμό της.
Όταν αργότερα τον είχε πλησιάσει ένα τηλεοπτικό συνεργείο και τον ρώτησε πως περνάει εκείνος απάντησε με περηφάνια
"Δόξα τω θεώ! Δεν έχω παράπονο. Έχω την φωλίτσα μου (το παγκάκι), έχω το φαγητό μου (το συσσίτιο), ρούχα μου δίνουν από την εκκλησία... Ε, τι παράπονο να 'χω"!
...
* Η ιστορία είναι εντελώς φανταστική... Μάλλον.